πυρίστακτος

πυρίστακτος
πῠρί-στακτος, ον,
A fire-streaming, πέτρα π., of Etna, E.Cyc. 298.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρίστακτος — ον, Α αυτός που στάζει φωτιά («πυρίστακτος πέτρα» η Αίτνα, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί στακτος] …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυριστάκτωι — πυριστάκτῳ , πυρίστακτος fire streaming masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”